- υπερεμεσία
- και υπερέμεση, η, Νιατρ. έντονοι και παρατεταμένοι έμετοι και ιδίως οι κακοήθεις έμετοι που εμφανίζονται σε ορισμένες εγκύους τους πρώτους μήνες τής εγκυμοσύνης και οι οποίοι συνοδεύονται, κατά κανόνα, από συμπτώματα τοξιναιμίας τής κύησης, με κίνδυνο, μερικές φορές, να οδηγήσουν στον θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperemesis < υπερ-* + έμεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.